< ἐκπυρσεύω
ἐκπύρωμα >
ἐκπυρώδης
,
-ες
semejante al fuego
,
ardiente
ἡ ψυχὴ ... ἐκπυρωδεστέρα γεναμένη
Corp.Herm.Fr
.26.14.