ἐκπυρηνισμός, -ου, ὁ
expulsión mediante presión
κατὰ ἐκπυρηνισμὸν ποιεῖ ἀπροαίρετον δάκρυονSteph.in Hp.Aph.2.336.11,
ἡ ἄκρα ψῦξις πύκνωσιν ... ἐκπυρηνισμὸν ἀπεργάζεταιSteph.in Hp.Progn.70.31, cf. Olymp.in Mete.42.5, 19.
κατὰ ἐκπυρηνισμὸν ποιεῖ ἀπροαίρετον δάκρυονSteph.in Hp.Aph.2.336.11,
ἡ ἄκρα ψῦξις πύκνωσιν ... ἐκπυρηνισμὸν ἀπεργάζεταιSteph.in Hp.Progn.70.31, cf. Olymp.in Mete.42.5, 19.