< ἔκπτοιος
ἔκπτυξις >
ἐκπτυΐσκω
tr.
hacer supurar
,
provocar la supuración de
ἐκπτυίσκει γὰρ αὐτὰς (φλεγμονάς) ταχέως
Aët.6.81.