< ἐκπροπόρευμα
ἐκπρορέω >
ἐκπρόπτωσις
,
-εως, ἡ
medic.
prolapso
de la matriz
ἐξ ἑκατέρων τῶν μερῶν ἐκπροπτώσεις ὁρῶνται
Sor.4.6.60.