ἐκπρολείπω
1 dejar atrás, abandonar lugares
κοῖλον λόχον ἐκπρολιπόντεςabandonando su cóncava madriguera, Od.8.515,
Ἄϊδος ... δόμονAntim.112.2, cf. IG 9(2).429.4 (Feras III a.C.), pers. al partir o morir
ἄλλοι (θεοί) δ' Οὔλυμπόνδ' ἐκπρολιπόντες (ἀνθρώπους) ἔβανThgn.1136,
ἄλοχον ... οἴκῳGVI 1297.5 (Naxos I a.C.), la vida o expr. equiv.
μοχθηρὸν μερόπων ... βίονIUrb.Rom.1379.4 (II/III d.C.),
γλυκε<ρὸν> φάος ἀελίοιοIUrb.Rom.1255.3 (II/III d.C.).
2 dejar con vida, perdonar la vida de
μητέρα δ' ἐκπρολίποις, ἵν' ἔχῃς πάλιν τῆσδε νεοσσούςPs.Phoc.85.