ἐκπροκαλέομαι
• Morfología: [aor. part. fem. nom. sg. ἐκπροκαλεσσαμένη Od.2.400]


1 llamar para que salga, hacer salir c. gen. o prep. c. gen. Τηλέμαχον ... Ἀθήνη ἐκπροκαλεσσαμένη μεγάρων Od.l.c., Εἰλείθυιαν ἀπὸ μεγάροιο θύραζε ἐκπροκαλεσσαμένη h.Ap.111
atraer, hacer venir νόσφιν Ἰήσονα μοῦνον ἑταίρων A.R.4.353.

2 invocar ἄστρων οὐρανίων ἱερὸν σέλας Orph.H.7.1.