ἐκπροθρῴσκω
1 nacer, saltar, salir ref. al nacimiento, esp. de dioses
ἐκ δ' ἔθορε πρὸ φόως δέh.Ap.119 (tm.),
γενετῆρος πηγῆς ἐκπροθοροῦσαde Atenea, Procl.H.7.2,
γαστέροςMan.6.33,
ὅτ' ἂν βρέφος ἐκπροθόρῃσι ... μελέωνMax.226, c. adv.
σέθεν ἐκπροθορώνSynes.Hymn.1.407.
2 saltar, salir al exterior c. gen.
κύματος ἐκπροθορώνOrph.A.346.