ἐκπορθέω
• Morfología: [perf. ind. ἐκ ... πεπόρθηκεν Herod.3.5 (tm.)]


I ref. a inanim.

1 pillar, saquear πό]λιν δὲ ταύτη[ν Archil.123.18, τὰ ἐνόντα ἐξεπόρθησαν Th.4.57, cf. 8.41, ὅστις ἐκπορθεῖ πόλεις, ναούς τε τύμβους θ' E.Tr.95, Τροίαν E.IA 1398, cf. Palaeph.38, D.S.14.96, I.BI 6.339, Luc.Par.10, οἰκίας Lys.12.83, τὴν χώραν αὐτῶν Aeschin.3.108, τὰς κατοικίας Plb.2.32.4, ἔκ ... τὴν στέγην πεπόρθηκεν Herod.l.c., c. dat. instrum. πᾶσαν Ἀκτὴν ἐξεπόρθησαν δορί Lyc.1339, en v. pas. πόλεις ὑπὸ τῶν βαρβάρων ἐκπεπορθημένας Pl.Ep.331e, ἡτοίμαστο ... οἴκους τε αὐτοῦ ἐκπορθεῖσθαι ὑπὸ ἀνόμων LXX Ib.12.5, θησαυρόν ... οὐ ... βαρβάρων ὅπλοισιν ἐκπορθούμενον Amph.Seleuc.28.

2 fig., c. compl. de abstr. destruir νηστεία ... ἐκπορθεῖ τὰ πάθη Chrys.M.60.713, en v. pas. παρ' οἷς (χριστιανοῖς) ... ἀδικία ἐκπορθεῖται Thphl.Ant.Autol.3.15.

II ref. a pers.

1 despojar, saquear las propiedades de πᾶν τὸ πεδίον ἐπιδραμὼν καὶ τοὺς μὲν ἐκπορθήσας Plb.23.8.6, fig. en v. pas., c. ac. de rel. γραῦς ... κρᾶτ' ἐκπορθηθεῖσ' una vieja con los cabellos arrancados E.Tr.142
cobrar por la fuerza ἐντέταλται μοι παραλαβὼν στρατιώτας ἐκπορθῆσαι αὐτούς PTeb.37.14 (I a.C.).

2 destruir, aniquilar ἐκπορθήσας ἐνίκησεν πάντας τοὺς πολεμίους LXX 4Ma.17.24, cf. Hld.9.6.2, c. dat. instrum. ἐκείνους δὲ Κυρίνιος ἐξεπόρθησε λιμῷ Str.12.6.5, en v. pas. ὑπ' ἄτης ἐκπεπόρθημαι τάλας S.Tr.1104.