ἐκπολιορκέω
1 forzar la rendición o la capitulación de, obligar a rendirse a ciu. o pers. sitiadas
(Βυζάντιον)Th.1.94, cf. D.7.27,
αὐτήν (Τροίαν)Isoc.5.112,
τὰ ἹεροσόλυμαI.BI 4.412, cf. Philoch.160, Plb.4.61.4, LXX Io.7.3, D.S.14.16, Parth.23,
τὴν βαρυτάτην πόλιν ἐν τρισὶν ἡμέραιςPlb.3.60.9,
τοὺς ἐπὶ τὰ ... ἐρύματα συμπεφευγόταςPlb.3.117.12,
τοὺς ὑμᾶς μὲν ἐκβαλόνταςPhilipp.Maced.2, cf. X.HG 2.4.3,
ΤρεβώνιονStr.14.1.37, cf. I.Ap.152, App.BC 1.101,
τοὺς ἀδικοῦντας τὸν Ἑλένῃ συνοικοῦνταLib.Decl.4.59, c. dat. instrum.
αὐτὸν ... ἐξεπολιόρκησαν λίμῳde una pers. encerrada en un santuario, Th.1.134
•en v. pas.
ἐξεπολιορκήθησαν ἐνάτῳ μηνίTh.1.117,
βίᾳ ὑπ' Ἀθηναίων ἐκπολιορκηθείςTh.1.131, cf. D.11.5, Arist.Ath.19.3, Fr.394, IG 22.211.3 (Ática IV a.C.), Str.5.3.11, 8.4.2, Paus.1.25.6,
ἐκπεπολιορκημένους ὑπὲρ τῆς φιλίας τῆς ὑμετέραςIsoc.14.26, cf. 4.141,
ἐκπολιορκηθέντος τοῦ τυράννου τοῦ ἐν τᾷ [πόλειIPr.37.112 (II a.C.),
ἕως ἂν ἐκπολιορκηθῇ τὸ χωρίονI.AI 14.87.
2 fig. vencer la resistencia, doblegar
ἐξεπολιορκήσαμεν δ' αὐτὸν πάνυ ἀληθεῖ καὶ δικαίῳ λόγῳvencimos su resistencia con un argumento bien sincero y justo Chio 10.1,
τὴν ψυχήνPh.1.83, cf. Luc.Cal.19, Cyr.Al.Luc.1.89.15,
τὸν κορυφαῖον ἐκεῖνονref. a la superioridad de una pers., Luc.Cal.12, en v. pas.
ἐκπολιορκηθέντος τοῦ σώματος ὑπὸ μακρᾶς νόσουDiog.Oen.37.2.3,
πανταχόθεν δὲ ἦν ἐκπεπολιορκημένοςde una pers. dominada por la pasión, Charito 2.8.1.
3 en v. med. rendirse, capitular el hombre ante el mal, Arr.Epict.1.28.21.