< ἔκπνοος
ἐκποδών >
ἐκποδίζω
dejar salir
,
dar via libre a
λ]ευκὴν ἐκποδίσας σταγόνα
Posidipp.Epigr.30.5,
glos. a
extricare
,
Gloss
.2.67.