ἐκπνευμάτωσις, -εως, ἡ
1 exhalación de viento
νεφῶν ... ἔκπτωσιν, οὗ ἂν ἡ ἐ. γένηταιEpicur.Ep.[3] 114.
2 flatulencia
ἐπὶ δὲ τῶν μετὰ δήξεως τοῦ στομάχου ἐκπνευματώσεωνAët.6.10.
νεφῶν ... ἔκπτωσιν, οὗ ἂν ἡ ἐ. γένηταιEpicur.Ep.[3] 114.
ἐπὶ δὲ τῶν μετὰ δήξεως τοῦ στομάχου ἐκπνευματώσεωνAët.6.10.