< ἔκπλοος
ἐκπλουτίζω >
ἐκπλουτέω
enriquecerse con
fig., c. ac.
τῆς ἄνωθεν ὑπεροχῆς τὴν λαμπρότητα ἐκπεπλουτηκότες
Cyr.Al.M.68.600A, cf. 69.148A.