ἐκπλανάω
1 engañar Hsch.s.u. ἐξηπάτησεν.
2 en v. med.-pas. descarriarse
τὸ πρόβατον ... τὸ ἐκπεπλανημένονRom.Mel.45.λβʹ.4
•fig.
ὑπ' αὐτοῦ (διαβόλου) ἐκπλανώμενοιMac.Aeg.Serm.B 2.3.21, cf. Gr.Naz.M.37.635.
τὸ πρόβατον ... τὸ ἐκπεπλανημένονRom.Mel.45.λβʹ.4
ὑπ' αὐτοῦ (διαβόλου) ἐκπλανώμενοιMac.Aeg.Serm.B 2.3.21, cf. Gr.Naz.M.37.635.