< ἐκπέσσω
ἐκπεταλισμός >
ἐκπετάζω
• Morfología:
[v. tb. ἐκπετάννυμι]
extender
,
desplegar
τὰς χεῖρας
LXX 2
Es
.9.5,
ἐπ' αὐτὸν νέφος
LXX
Ib
.26.9, cf. Sm.
Ib
.36.30.