ἐκπεριτρέχω
1 recorrer completamente
ἐκπεριτρέχων διαύλουςAristaenet.1.27.23,
ἐκπεριδραμόντος τοῦ πυρὸς τὸν ὑποκείμενον κύκλονGr.Nyss.Hex.M.44.77C.
2 fig. estudiar, analizar
τὰ ψευδῆ διὰ τῶν αὐτῶν μεθόδων ἐκπεριτρέχειν ἐλέγχονταProcl.in Prm.p.995.