ἐκπεριπορεύομαι
1 milit., abs. avanzar tras hacer contramarcha
τῶν γὰρ ἀπὸ τοῦ οὐραγοῦ εἰς τὸν ὀπίσω τοῦ λοχαγοῦ τόπον ἐκπεριπορευομένωνAel.Tact.34.4.
2 c. ac. rodear
ἐκπεριπορεύεται Σενναdicho de una frontera, LXX Io.15.3.
τῶν γὰρ ἀπὸ τοῦ οὐραγοῦ εἰς τὸν ὀπίσω τοῦ λοχαγοῦ τόπον ἐκπεριπορευομένωνAel.Tact.34.4.
ἐκπεριπορεύεται Σενναdicho de una frontera, LXX Io.15.3.