< ἐκπεπληγμένως
ἐκπέπτω >
ἐκπεπταμένως
adv. sobre el part. perf. de ἐκπετάννυμι
claramente
,
abiertamente
εὐφραίνεσθαι ἐ.
X.
Cyr
.8.7.7.