ἐκπελεκάω
1 descortezar, entallar con hacha, sangrar el tronco de árboles resinosos, Thphr.HP 9.2.7.
2 hachear, desbastar, escuadrar piezas de madera o bloques de piedra
τὸμ φοίνικα κατακόψαντι εἰς δοκοὺς καὶ ἐκπελεκήσαντιIG 11(2).144A.64 (IV a.C.),
λίθους τεμε[ῖν τῆ]ς Ἐλευσινιακῆς πέτρας ... καὶ ἐκπελεκῆσαι ἄπεργον [ἔχο]ντας ὀρθοὺς πανταχεῖIG 22.1666B.76, cf. A.10 (Eleusis IV a.C.).