< ἐκπαφλασμός
ἕκπεδος >
ἐκπαχύνω
cebar bien
,
engordar
en v. pas.
ἐπὶ τῶν ζῴων συμβαίνει τῶν ἐκπαχυνομένων
sucede con los animales bien cebados
Thphr.
CP
4.1.4.