ἐκπατέω


1 intr. apartarse de la gente, retirarse del mundo οἱ ἐκπατοῦντες Phld.Acad.Hist.14.16, de Epiménides, D.L.1.112, μισανθρωπήσας καὶ ἐκπατήσας ἐν τοῖς ὄρεσι διῃτᾶτο D.L.9.3 de Heráclito, ἐκπεπατηκὼς ἦν διατρίβων ἐν τῷ κήπῳ de Crates, D.L.4.19.

2 tr. pisar en v. pas. οἱ ἐκπατηθέντες βότρυες Eus.Is.1.25-26
fig. pisotear, despreciar τὰς ... ἀπειλάς A.Andr.Gr.39.6.