< ἐκπαθής
ἐκπαίδευμα >
ἐκπαιδαγωγέω
instruir
,
enseñar
en v. pas.
εἰς τὴν τοῦ συμφέροντος θήραν ἐκπαιδαγωγούμενοι
Cyr.Al.M.73.564D.