ἐκνίπτω
I en v. act.
1 purificar actos criminales, c. ac. de la culpa y a veces dat. instrum.
οὐκ ἄν ποτέ τις αὐτὰ (ἀνίατα) ἐκνίψειενPl.Ep.352c,
τὰς ... κηλῖδαςHipparch.Pyth.Hell.91.8,
τὰ μιάσματαPh.2.265 (p.68),
τὸν ῥύπον τῶν ἁμαρτημάτωνAst.Am.Hom.7.6.2,
φόνονAB 360.28,
φόνον φόνῳ μυσαρὸν ἐκνίψωpurificaré un crimen con otro E.IT 1224, c. ac. del culpable y gen. de la culpa
μύσους ... ἐκνίψαι ... τὴν πόλινLib.Decl.50.46, c. ac. y dat. instrum.
ἦλθεν ὁ ἐκνίπτων ἡμᾶς τῷ ἰδίῳ ὕδατι τῷ ζῶντιGr.Nyss.Beat.81.4, en v. pas.
ἐκνενιμμένους εἶναι χρὴ τοὺς εἰλικρινῶς λατρεύοντας τῷ θεῷCyr.Al.Luc.1.148.4.
2 gener. limpiar totalmente, lavar a fondo, eliminar del todo c. ac. de lo eliminado
(τὰς ἁμαρτίας ὑμῶν) ὡς ἔριον λευκὸν ἐκνίψας ποιήσωClem.Al.QDS 39.4, en v. pas., de un recipiente
ἐκνενιμμένηbien limpio Eub.56.5
•medic. purgar, evacuar, liberar c. ac. de lo eliminado
τὰ ἔτι παρακείμενα ἐν τῷ στομάχῳDsc.Alex.1,
τὴν πικρότηταGal.11.636, c. dat. instrum.
οὓς (χυμούς) ἐὰν ἐκνίψῃς ἑψήσεσι πλείοσιGal.6.770, en v. pas.
τοῦ ... χολώδους συνεκκριθέντος τῷ ὕδατι ἐκνιφθεὶς ... ὁ στόμαχοςPhilum. en Aët.9.3, c. ac. de la pers., anim. o cosa purgada
ἐκνίψας οὖν (τὸ σῶμα) κονίᾳHippiatr.69.5
•derrubiar en v. pas.
τόποι ἐκνεν[ι]μμένοι ἀ[ν]αβολῆ[ς] ... δεόμενοιzonas de un dique que han sufrido derrubio y requieren el dragado de la tierra caída en el canal de irrigación POxy.1469.6 (III d.C.)
•fig. aclarar, despejar
τὴν αἴσθησινAret.CA 2.3.18
•limpiar de maldad
οὔποτε γὰρ σὴν ψυχὴν ἐκνίψει σῶμα διαινόμενονAP 14.74.
II en v. med.
1 purificarse de c. ac.
οὕτω γὰρ ἐκνιψαμένη (ἡ ψυχή) τὰ καταρρυπαίνονταPh.1.597,
τὰς ... κηλῖδαςPh.1.633, cf. 2.242,
φόνου δὲ ἄγοςPaus.3.17.7,
τὰ ἐκεῖ (μιάσματα)Lib.Decl.13.20, c. dat. instrum.
ὅτ' ἂν ἐκνίψησθε μύσος θείοισι καθαρμοῖςOrph.A.1232, c. gen.
κἂν ἐκνίψηται τοῦ φόνουPhilostr.VA 6.5,
σαρκὸς ἐκνενιμμένοιGr.Naz.M.37.1178A.
2 gener. librarse de una lacra o acto vergonzoso, liberarse totalmente
οὐδέποτ' ἐκνίψει σὺ τἀκεῖ πεπραγμένα σαυτῷjamás te librarás de las cosas que hiciste allí D.18.140,
τὰ μὲν (ἔθη τὰ γυναικῶν) ἐκνίψασθαιPh.1.365,
ταύταν (κακὰν φάμαν) νῦν ἔκνιψαιPlu.2.241a,
τὸ θνητόνPlu.2.499c,
τὰ πάθηOlymp.in Grg.38.1, 39.6
•fig. desprenderse totalmente de
στεφάνους, ἐξ ὧν ὁ περιθέμενος οὐδέποτε μὴ τὸν ἰὸν ἐκνίψηταιref. a la envidia que lleva consigo cualquier honor, Plb.20.12.6.