ἐκνέμω
A
1 llevar afuera, conducir fuera
οὐκ ἄψορρον ἐκνεμῇ πόδα;S.Ai.369, cf. Hsch.s.u. ἐκνενέμηται, Sud.
2 trasladarse a habitar, emigrar a, expandirse ocupando
τὰς (χώρας) πλείστας ... τῶν ἐν Εὐρώπῃ καὶ ἈσίᾳPh.2.524.
II en v. med., sin mov., suj. anim.
1 pacer en, ramonear en c. ac. de lugar.
τοῦτον (τόπον) αἱ αἶγες ἐκνέμονταιThphr.HP 9.16.1
•abs. pastar
τὰ πρόβαταThphr.HP 8.11.9,
(ταῦρον) ἄφετον ἐάσας ἐκνέμεσθαιPh.2.323, cf. Nil.Narr.5.11
•comerse totalmente, devorar
(ὁσσάτιον)Nic.Th.571,
πᾶσαν τὴν εἰσφερομένην τροφήνla tenia, Gal.14.272.
2 fig. consumir, desgastar
λύπη ... τὴν διάνοιανLuc.Am.25.
III en v. act., suj. de pers.
1 apacentar
ἀγέλας παντοδαπῶν ζῴωνPh.2.233.
2 atribuir, asignar en v. pas.
οἱ ... Λευῖται ... συλλήπτορες τοῖς ἱερουργοῖς ἐκνενέμηνταιCyr.Al.M.68.848A,
κατὰ τοῦ ἐκνεμηθέντος λαοῦ τῷ ΧριστῷCyr.Al.M.70.380C,
τῆς ἐκνεμηθείσης ἐκκλησίας αὐτῷCyr.Al.Ep.Domn.277.13, c. giro prep.
αὐτοὺς τοὺς ἐκνεμηθέντας αὐτῷ πρὸς ἱερουργίανCyr.Al.Ep. en ACO 1.1.4 (p.42.10)
•entregar, distribuir
ἐκνενεμήκασι· παραδεδώκασινHsch., en v. pas.
ἐκνενέμηται· διαμεμέρισταιSud.
B fig., intr. extenderse
ἕλκοςAlex.Trall.2.439.2.