ἐκνοσηλεύω


1 curar τὰ ψυχῆς ἀρρωστήματα Ph.1.631, cf. 2.264, τὸν ἐγκέφαλον Gal.10.522, cf. Hsch.
fig. τὸ σῶμα τῆς ἐκκλησίας Thdt.HE 5.9.6.

2 en v. med. recuperarse de una enfermedad αὕτη καὶ τοῖς ἐκνοσηλευομένοις ἐπιτήδειος ἡ σκευασία Gal.6.725, cf. 726.