ἐκνηπιόω
educar, criar desde la infancia
κόραι ... ἃς ἐκνηπιώσας ... οἰνοχόουςPhilostr.VS 560, en v. pas.
ὑπ' αὐτῶν (λόγων) ἐκνηπιωθέντεςPhilostr.VA 5.14.
κόραι ... ἃς ἐκνηπιώσας ... οἰνοχόουςPhilostr.VS 560, en v. pas.
ὑπ' αὐτῶν (λόγων) ἐκνηπιωθέντεςPhilostr.VA 5.14.