< ἐκνεασμός
ἐκνεμέθω >
ἐκνεκρόω
mortificar
,
aniquilar
,
anonadar
φύσιν σαρκός
del Espíritu Santo
, Amph.
Or
.1.5,
ἡδονάς
Cyr.Al.M.77.709C.