ἐκμᾰλάσσω
• Alolema(s): át. -ττω
I
γλώσσης δὲ τραχύτητας ἐκμαλάσσει ἡδύοσμονDsc.Eup.2.17,
οἱ δὲ ὄλυνθοι ... καταπλασθέντες πᾶσαν συστροφὴν καὶ χοιράδας ἐκμαλάσσουσινDsc.1.128.5, cf. 3.136.2, Orib.Ec.75.3, Gp.12.15.2, en v. pas.
τὸ ῥᾳδίως ἐκμαλάττεσθαι τὰ κῶλαGal.6.160,
(τὰ γαγγλία) ἃ ... κηρώμασιν ἐκμαλασσόμενα καθίσταταιGal.14.786.
2 gener. ablandar, fundir en v. pas.
ὁ σίδηροςGr.Nyss.Infant.95.13.
II fig. y sent. moral
1 aliviar, calmar, amansar
τὴν ὀργήνI.AI 2.159,
ὅταν ... ἐκμαλάσσωμεν τοῖς λόγοις ... τοὺς ἀκροατάςHdn.Fig.33, cf. Gr.Naz.M.37.841A, Gr.Nyss.V.Mos.55.22, Anon.Arian.Virg.61,
τὸ τραχὺ κριτήριον ἐκμαλάσσει πρὸς ἀγαθότηταmitiga la severa sentencia haciéndola benigna Ast.Am.Hom.3.2.1,
οἷον ἐλαίῳ ἐκμαλάσσων ταῖς παραινέσεσιGr.Nyss.M.46.313A, en v. pas.
ἡ πόλις δὲ ... εὐθὺς ἐκμαλάσσεται, ὥσπερ σίδηρος ἐμπύροις κινήμασιGr.Naz.M.37.1131A.
2 debilitar, enervar
τὰ σώματα ἀνίησιν ἡ ἡδονή, καθ' ἡμέραν ἐκμαλάττουσα ταῖς τρυφαῖςPlu.Fr.116,
τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπωνBasil.M.30.821A.