ἐκμύσσομαι


eliminar mucosidad c. ac. int. ἐκμύσσονται φλεγματωδέστατον Gal.15.81 (l. a Hp.Nat.Hom.7, cf. ἀπομύσσω)
eliminar, echar por la nariz Apollon. en Gal.12.582, τούτους (θρόμβους) μὲν ἐκμύσσεσθαι συνοίσει Orib.Syn.7.20.18, en v. pas. εἶτα ἐκμυξάσθω τὸ φάρμακον Aët.8.35.