< ἐκμυθόω
ἐκμυκτηρίζω >
ἐκμυκάομαι
bramar
c. ac. int.
τὰς ... ἐμβοωμένας ὀλοφύρσεις
Phalar.
Ep
.122,
θρηνῶδες γοερόν
Tz.
All.Il
.1.197.