ἐκμυζέω
sorber
τὸν σίφωνα ἐκμυζοῦντες ἕλκομεν τὸν οἶνονAlex.Aphr.Pr.2.59,
ὁ ἱερεὺς ἐδόκει μου τὰ χείλη ἐκμυζεῖνAristid.Or.47.40
•chupar la sangre a, desangrar
(βδέλλαι) ἐκμυζοῦσι τὸ ζῷονHippiatr.88.3
•fig. exprimir totalmente, dejar exhausto
τὰς δυνάμειςAristid.Or.23.31.