< ἐκμύζησις
ἐκμύζω >
ἐκμυζησμός
,
-οῦ, ὁ
succión
Archig. en Gal.12.656, Paul.Aeg.5.2.1,
ὁ διὰ τοῦ στόματος ἐ.
Aët.6.76.