< ἐκμοχθέω
ἐκμόχλευσις >
ἐκμοχλεία
,
-ας, ἡ
medic.
desopilación
,
desobstrucción
πρὸς ἐκμοχλείαν τοῦ φλέγματος
Aët.16.21.