ἐκμηκύνω
1 alargar, prolongar
τὴν περὶ αὐτῶν ἱστορίανD.H.11.44,
οὐδὲν ... εἰς μακρὸν ἐκμηκύνειν χρόνονD.H.6.83
•ret., de períodos, frases hacer largo, extenderse en
τοσαύτην ... περίφρασινD.H.Dem.7.5,
αὐτάς (τὰς διηγήσεις)D.H.Is.14.2,
ταῦτα δὲ μέχρι δισχιλίων ἐκμηκύνας στίχωνy tras haberse extendido en este tema hasta dos mil líneas D.H.Th.10.4, cf. 19.1,
περὶ μὲν οὖν τῶν ἄλλων ἄθλων ... τί δεῖ παρὰ καιρὸν ἐκμηκύνειν ...;Heraclit.All.33.
2 intr., en v. med. prolongarse, continuar
(ὁδός)I.BI 7.282,
ἀρχὴν ... ἐπὶ πλεῖστον χρόνον ἐκμηκυνθησομένηνD.H.1.56.