< ἔκμελος
ἐκμετάβλητος >
ἐκμεστόομαι
llenarse completamente de
c. gen.
ζωὴν ... εὐωδίας ... τῆς νοητῆς ἐκμεμεστωμένην
Cyr.Al.M.68.1024A, cf. 1100C.