ἐκμειλίσσω
• Alolema(s): át. -ττω
1 tr., en v. med. aplacar, apaciguar c. ac. de pers., héroes, dioses o de abstr.
τούς τε ἄλλους ἥρωας ἐκμειλισσάμενος, μάλιστα δὲ τὴν Αἴαντος ... ψυχήνCono 1.18, cf. Plu.2.380c,
αὐτάς (τὰς Ἐριννῦς)Sch.A.A.644a (p.152),
τὸν θεόνOlymp.Iob 80.10,
(τὸ) ἐπιθυμητικόνAristid.Quint.91.8, cf. Ast.Am.Hom.8.27.1,
τὸν ἄνδραApp.BC 1.97, cf. D.C.79.19.3, Corn.ND 21, c. dat. instrum.
τὴν δυσμένειαν δωρεαῖς ... ἐκμειλίσσεταιI.BI 1.362, cf. en v. pas. I.BI 4.544.
2 intr. amansarse, domesticarse
αὗται (βδέλλαι) γὰρ ἐκμειλίττουσαιGal.11.317.