ἐκμαρτύρομαι


jur.

1 testificar, probar mediante testimonio τὸ δὲ τῆς γυναικὸς ἐκμαρτύρεται μέρος Iust.Nou.91.2, τῷ πατρὶ ταῦτα εἶπε τε καὶ ἐξεμαρτύρατο Iust.Nou.97.1, c. dos ac. εἰ δὲ ἡ μὲν ταῦτα ἐξεμαρτύρατο τὸν πατέρα Iust.Nou.97.1.

2 ratificar ante testigos αὐτὸ τοῦτο una notificación, Iust.Nou.22.14.