< ἐκμαρτῠρέω
ἐκμαρτυρία >
ἐκμαρτύρησις
,
-εως, ἡ
ratificación documental
o
notarial
de un contrato
πεποίημαι τὴν ἐ[κμ]αρτύρησιν ὡς πρόκειται
POxy
.1208.30 (III d.C.).