ἐκλᾰλέω
1 divulgar, decir abiertamente
ἃ ... ἐκλαλεῖ, ταῦτα δυνηθεὶς μὴ πράξειD.1.26,
τοὐκλαλεῖν τἀλλότριαandar divulgando lo ajeno Men.Fr.479.2,
ὅσα ἐξελάλησεν παρὰ σοίLXX Iu.11.9, cf. I.AI 16.375,
ἐκλαλεῖ τὰ ἀπόρρηταPh.2.280, cf. Gr.Naz.M.37.1045, c. or. complet.
παραγγείλας μηδενὶ ἐκλαλῆσαι ὅτι ...Act.Ap.23.22, en v. pas.
ἃ μὴ χρή ποτε ἐκλαλέεσθαι ἔξω, σιγήσομαιHp.Iusi.1, en uso abs.
πῶς ἐπιεικῶς πρὸς πενθερὰν ἐκλαλήσω;Aristaenet.2.8.9.
2 gritar, aullar
ἐξῆλθεν ὁ δαίμων ἐκλαλήσας μεγάλαsalió el demonio del cuerpo dando grandes aullidos Callinic.Mon.V.Hyp.40.7.