< ἐκλοφίζω
ἐκλοχεύω >
ἐκλόχευμα
,
-ματος, τό
engendro
c. gen.
Κωκυτοῦ καὶ Στυγὸς ... ὀλέθριον ... ἐ.
Sud.s.u.
Πολύευκτος
.