< ἐκλογιστικός
ἔκλογος >
ἐκλόγιστος
,
-ον
• Grafía:
graf. ἐγλ-
econ.
revisor
,
interventor de cuentas
ἐ. τούτων καὶ τῶν καταλειφθησομένων αὐτοῖς
POxy
.497.14 (II d.C.).