ἐκλουστρίς, -ίδος, ἡ
• Grafía: graf. ἐγλ-
traje de baño
ἀπ[όστειλον] ... ἐγλουστρίδα ... καὶ μάλιστα μὲν ἔστω τὸ δέρμα αἴγειονPCair.Zen.60.8 (III a.C.).
ἀπ[όστειλον] ... ἐγλουστρίδα ... καὶ μάλιστα μὲν ἔστω τὸ δέρμα αἴγειονPCair.Zen.60.8 (III a.C.).