ἐκλικμάω
• Grafía: graf. ἐγλ- SB 13092.16 (II a.C.)


1 aventar, cribar cereales SB l.c.
llevarse por los aires ὡς λαῖλαψ ἐκλικμήσει αὐτούς LXX Sap.5.23, en v. pas. οἱ ... βάρβαροι ... ὑπὸ τοῦ κλύδωνος ἀναρριπτούμενοι ἐξελιμῶντο Socr.HE 6.6.33.

2 fig. devastar τὰ πεδία LXX Iu.2.27, en v. pas. Euagr.Schol.HE 1.7
eliminar τὴν ἁμαρτίαν ἀπὸ τῆς γῆς 1Apoc.15.