< ἔκληψις
ἐκλιθολογέω >
ἐκλιθεύω
• Grafía:
graf. ἐγλ-
desescombrar
,
despedrar
τὸ Διοσκούριον ἐδαφίσαι καὶ τὰς πέτρας ἐγλιθεῦσαι
IG
11(2).199A.85 (Delos III a.C.).