< ἔκλειψις
ἐκλέκεβρα >
ἐκλείωσις
,
-εως, ἡ
levigación total
,
completa
ὄξους τὸ ἀρκοῦν πρὸς ἐκλείωσιν
Orib.
Syn
.3.30.2, cf. Anon.Alch.7.7.