< ἐκκακωτικός
ἐκκαλάξαι· >
ἐκκᾰλᾰμάομαι
pescar con caña
, cóm. fig.
pescar
,
sacar
τῇ γλώττῃ <τὸ> τριώβολον
Ar.
V
.609.