ἐκκᾰθαίρω
• Morfología: [aor. -καθαρ- LXX De.26.13, IG 11(2).144A.87 (IV a.C.), Didyma 42.8 (II a.C.), pero -καθηρ- Hdt.2.86, Hp.Morb.2.36, IG 11(2).146A.76 (III a.C.)]


I 1limpiar, desbrozar, despejar conductos o extensiones οὐρούς τ' ἐξεκάθαιρον despejaban los canales de botadura, Il.2.153, τὴν κρη[νῖδ]α IG 11(2).144A.87, τὸ φρέαρ ID 290.95 (III a.C.), τὸν ἠθμόν IG 11(2).287A.75 (III a.C.), ὀχετὸν ὕδατος Adam.5.79, ἀνάβηθι εἰς τὸν δρυμὸν καὶ ἐκκάθαρον σεαυτῷ LXX Io.17.15
limpiar, mondar σῦκον λευκόν Hp.Steril.235
de metales preciosos refinar, acendrar τὸ χρυσίον Gr.Nyss.Hom.in Cant.100.5, en v. pas. ἄργυρος ἐκκεκαθαρμένος plata fina Poll.3.87
fig. limpiar, liberar χθόνα τήνδ' ἐ. κνωδάλων limpiar esta tierra de monstruos A.Supp.264, τὸν βίον el mundo (de monstruos), Luc.DDeor.15.1, λῃστῶν ... ἐκκαθᾶραι τὴν Αἴγυπτον X.Eph.5.4.1, en v. pas. ὥστε τὴν Γαλιλαίαν ἐκκεκαθάρθαι φόβων I.BI 1.307.

2 pulir, dar lustre, limpiar a fondo τοὺς κίονας ἐγνιτρώσασι καὶ ἐκκαθήρασιν IG 11(2).146A.76, τὸν θησαυρόν IG 11(2).148.67 (III a.C.), ῥάβδους ἐκκαθᾶραι Didyma l.c., ἑκάτερον ὥσπερ ἀνδριάντα ... ἐκκαθαίρεις pules a cada uno (de ellos) como a una estatua Pl.R.361d, τὰς ὁπλάς de trozos de cascos de caballo pulidos para hacer corazas, Paus.1.21.6
fig. apurar, ajustar πότου δαπάνης ἐκκαθᾶραι λογισμόν Plu.2.64f.

II medic. y asim.

1 limpiar desde dentro, limpiar completamente de cadáveres en ritos funerarios como la momificación ἐκκαθήραντες ... αὐτήν (τὴν κοιλίην) Hdt.2.86, τὴν κεφαλήν Hdt.4.26, cf. 65, de partes de víctimas para el sacrificio τοὺς πόδας τῶν ἱερείων καὶ κατὰ νηδύν I.AI 3.227, en cirug. σχίσαντα τὴν ῥῖνα σμίλῃ ἐκκαθῆραι Hp.Morb.2.36.

2 mundificar, limpiar externamente τὸ ἕλκος Hp.VC 14, Vlc.17, δεῖ δὲ μετὰ τὰ δεῖπνα ἐκκαθαίρειν τοὺς ὀδόντας Orib.Syn.5.25.3, en v. pas. χρόνια τραύματα ἐκκαθαίρεται μέλιτι Porph.Antr.15.

3 purgar, evacuar μήτρας ἐκκαθαίρειν καὶ κενοῦν Hp.Nat.Mul.109, cf. Mul.1.88, τοὺς πόρους Gal.6.88, c. dat. instrum. χρὴ τοῖσιν οὐρητικοῖσιν ἐκκαθαίρειν Hp.Vict.4.90, en v. pas. ἐκκαθαίρεται πᾶσα καὶ ὑγιὴς γίνεται de una mujer, Hp.Mul.2.175, (ὁ ἐγκέφαλος) διὰ μεγίστων ... ὀχετῶν ἐκκαθαίρεται Gal.6.73.

III sent. moral, relig. e intelectual

1 purificar

a) relig., mediante ritos οὐδὲ Κροτωνίτης ἐξεκάθαιρε Μίλων Call.Fr.758, en v. pas. πυρὶ βουλόμενος ἐκκαθαρθῆναι τὰ ἅγια I.BI 4.323, c. gen. πονηρίας ἐκκαθαρθῆναι τὴν πόλιν Synes.Ep.121, τοὔδαφος τῆς πόλεως παρεῖχε ... ἐκκαθαίρειν τοὺς κειμένους Aristid.Or.25.28;

b) moral o intelectual expurgar, depurar τὴν ἑαυτοῦ προαίρεσιν ἐκκαθᾶραι Arr.Epict.2.23.40, τοὺς νοῦς Philostr.VA 5.7, τὸν τρόπον μου ... πάσης κακίας Vett.Val.232.7, ἐὰν ... τις ἐκκαθάρῃ ἑαυτὸν ἀπὸ τούτων 2Ep.Ti.2.21, en v. pas. τοῖς μαθήμασιν ... ὄργανόν τι ψυχῆς ἐκκαθαίρεται Pl.R.527d, οὐδὲν ... ἐν τῇ διανοίᾳ τοῦ ... ἐκκεκαθαρμένου πυῶδες M.Ant.3.8, cf. Arr.Epict.2.21.15, c. ac. de rel. ἀνδράσιν ἐκκεκαθαρμένοις τὰς ψυχάς X.Smp.1.4, cf. Porph.Sent.32;

c) de ciertas disciplinas: ret. τὰς ἐξοχὰς ... ἀριστίνδην Longin.10.7
mús., en v. pas. ὅπως ... ὑπὸ τῶν ... μελῳδιῶν ... ἐκκαθαίρηται Aristid.Quint.129.14.

2 intelectual aclarar, clarificar, explicar entre los epicureos, en v. pas. πάντων ... ἐκκαθαιρομένων συμφώνως τοῖς φαινόμενοις Epicur.Ep.[3] 87, cf. Fr.[36.16] 2.

IV c. ac. de lo eliminado

1 limpiar, eliminar de pers. τὸ τοιοῦτον ... γένος Diph.31.17, ἡμᾶς ἐκκαθαίρει nos elimina a nosotros Pl.Euthphr.3a
no de pers. (ἐκκαθάρατε) τὴν δωροδοκίαν ἐκ τῆς πόλεως Din.2.5, τὸ πῦον ... τῶν μητρέων Hp.Steril.222, τὸ σίελον Hp.Morb.2.26, τὸ ὑγρόν Arist.Pr.884b26, cf. HA 625b33, τὰ περιττώματα Gal.6.64, τὴν παλαιὰν ζύμην 1Ep.Cor.5.7, τὸ μίασμα τοῦ ἔθνους Ph.2.128, κόπρον AP 16.92, τὸν πηλόν Plu.Mar.16, τὴν κόνιν Poll.1.183, en v. pas. ἐκκαθαίρεται τὸ φλέγμα Hp.Morb.Sacr.5.13, τὸ μελαγχολικὸν ... περίττωμα Gal.6.71.

2 desprenderse de como acto de culto ἐξεκάθαρα τὰ ἅγια me he desprendido de lo consagrado (el diezmo), LXX De.26.13.