< ἐκκαρπόομαι
ἐκκαρυκεύω >
ἐκκάρπωσις
,
-εως, ἡ
aprovechamiento
,
beneficio
τῆς ἐκκαρπώσεως τῶν χρημάτων αἰτιᾶται τοὺς πρέσβεις
Sch.D.24.10.