< ἐκκυρτόομαι
ἐκκωλύω >
ἐκκωδωνίζω
pregonar a toque de campana
fig., en v. pas.
τοῦτο ἐκκωδωνισθῆναι ὑπὸ Ἀριστοφάνους
Ath.219b.