ἐκκυνέω
abandonar la jauría, desentenderse del rastro
ἄλλαι ἐκκυνοῦσι παρὰ τὸ ἴχνος διὰ τέλους συμπεριφερόμεναιX.Cyn.3.10, cf. Poll.5.65, cf. tb. ἐκκυνόω.
ἄλλαι ἐκκυνοῦσι παρὰ τὸ ἴχνος διὰ τέλους συμπεριφερόμεναιX.Cyn.3.10, cf. Poll.5.65, cf. tb. ἐκκυνόω.