ἐκκρίνω
• Prosodia: [-ῑ-]
A tr.
I c. ac. de pers.
1 escoger, elegir c. gen. partit.
ἑξακοσίους λογάδας τῶν ὁπλιτῶνTh.6.96,
αὐτὸν ... μυρίων ἄλλων ἀμφισβητούντωνPl.Plt.268c, cf. Ast.Am.Hom.6.1.3, en v.pas.
ἀρετῇ πρῶτος ἐκκριθεὶς στρατεύματοςS.Ph.1425, cf. Th.6.31
•seleccionar, asignar a los niños a uno u otro curso en la escuela en razón de su edad, en v. pas.
οὗτος δε διδάξει τούς τε παῖδας οὓς ἂν καθήκῃ εἰς τοὐπιὸν ἐκκ[ρ]ίνεσθαιSIG 578.17 (Teos II a.C.).
2 excluir de un cargo
τὸν Περίανδρον ... διὰ τὸ τύραννον γεγονέναι πικρόνD.S.9.7, cf. D.H.Rh.7.6, D.C.52.42.2
•eliminar, rechazar a un atleta en la selección preliminar, en los juegos Istmicos SEG 32.364 (Corinto, imper.), cf. AP 12.255 (Strat.), en v. pas.
Ὀλυμπίασιν ἐκινδύνευεν ἐκκριθῆναιcorría peligro de ser excluido en los juegos de Olimpia Plu.Ages.13, cf. Artem.5.13
•jur., extrañar, condenar al extrañamiento en v. pas.
ὁ δὲ ἐκκριθεὶς ἄτιμος διατελεῖ τὸν λοιπὸν βίονX.Cyr.1.2.14,
εἰ βούλει μὴ παντάπασιν ἐκκεκρίσθαιLuc.Salt.3
•abs. pronunciar una condena de extrañamiento
οἱ γεραίτεροι ἀκούσαντες ἐκκρίνουσινX.Cyr.1.2.14.
II c. ac. no de pers., frec. cien.
1 separar, apartar
ἐκκρίνουσι ... ἐκ τῶν καμήλων ἐνιαύσιον τὸ ἔκγονονArist.HA 578a11
•rechazar
τὸ τοιοῦτον τῆς περιβολῆς εἶδοςGal.18(2).693
•cien., fisiol. separar, desagregar
ἐκ τοῦ μίγματος ... οὗτοι ἐκκρίνουσι τἆλλαcomo opinión de Anaxágoras y Empédocles, Arist.Ph.187a23,
πέψις ... τὰ μέν ἐκκρίνει καὶ διατμίζειla cocción separa unas cosas y las vaporiza Thphr.CP 6.7.3,
ἐκεῖνα δὲ ἃ λέγω τὰ ἐκκρίνοντα ἢ ὅμοιον εἰπεῖν ἐκπλήττονταref. los átomos, Epicur.Nat.14.2.2, en v. pas.
ὅταν ἄκρατος καὶ καθαρὸς ὁ νοῦς ἐκκριθῇde la separación de alma y cuerpo, X.Cyr.8.7.20,
ὕλης ... κατ' ἄλλον τρόπον ἐκκεκριμένηςThphr.Lap.2, cf. CP 6.7.2,
καπνὸν ἐκ πυρὸς ἐκκρινόμενονPhld.Sign.36.6,
τὴν ἐκκεκριμένην θείου χοροῦ φύσινPh.1.135
•diferenciar
τὴν ὁμοιότηταPhld.Sign.32.13.
2 fisiol. secretar, segregar, emitir secreciones
ἐκκρίνειν σπέρμαArist.GA 765b10,
τραῦμα ... ἰχῶρας ἐκκρίνονZen.6.46, en v. pas.
ἀπὸ τῶν νεφρῶν ἐκκρίνεταιla orina, Hp.Aph.4.76,
οὐχ ἅμα τοῖς πολλοῖς ἄρχεταί τε τὸ σπέρμα ἐκκρίνεσθαι καὶ γεννᾶν δύναταιArist.HA 544b14,
οὐκ ἐκκρίνεται δυσῶδες μετὰ τῶν πεταλωδῶν ἐκκριμάτωνSteph.in Hp.Aph.2.426.12
•abs. emitir, secretar esperma
τὸ δὲ δεχόμενον μὲν ἀδυνατοῦν δὲ συνιστάναι καὶ ἐκκρίνειν θῆλυArist.GA 765b15.
3 evacuar, expulsar, deyectar
αἱ δ' αἴθυιαι ... τοὺς ἐσθιομένους ἰχθύας διὰ τῆς ἕδρας ἐκκρίνουσινlas gaviotas evacuan los peces comidos a través del ano D.P.Au.2.6, cf. 1.22,
τὸ οὖρονGal.5.248, en v. pas.
ἢν ... τι τῶν συμφερόντων ἐκκρίνηται διὰ τῶν τόπων τούτωνHp.Aph.4.47,
ἄνευ ταύτης τῆς βίας ἐκκρίνεται τὰ περιττώματαArist.GA 738a1,
οὐδὲν γὰρ κωλύει ... ἐκ τῆς κύστεως ἐκκρίνεσθαι διὰ τοῦ αἰδοίου τὸ οὖρονGal.5.248,
κἢν ἐκκριθῇ κόπροςAret.CA 2.5.3, de vapores, Arist.Mete.370a30.
4 eliminar, expeler
λίθους (τοῦ νεφροῦ) θρύπτει καὶ ἐκκρίνειde la menta, Dsc.2.127, en v. pas.
διὰ τὸ ... ἐκκρίνεσθαι τὸ πικρὸν ὑπὸ τοῦ ἡλίουThphr.CP 6.12.12.
B intr., en v. med. separarse, segregarse
πᾶν ἐκ παντὸς ἐκκρίνεταιSimp.in Ph.164.21
•abs. separarse, vivir separado
τὰ ἄρρενα ... ἐκκρίνονταιde los toros respecto a las vacas, Arist.HA 572b22.